ἐτέθαπτο

From LSJ

τὴν οἴησιν ἔλεγε προκοπῆς ἐγκοπήν → he used to say, Opinion forming is the stoppage of progress

Source

Greek Monotonic

ἐτέθαπτο: γʹ ενικ. Παθ. υπερσ. του θάπτω.