ἑνοτήσιος
From LSJ
Μακάριος, ὅστις οὐσίαν καὶ νοῦν ἔχει → Felix, qui mentem cum divitiis possidet → Glückselig, wer Vermögen und Vernunft besitzt
Greek (Liddell-Scott)
ἑνοτήσιος: -ον, ὁ ἑνῶν, ὁ διαλλάττων, Συνεσ. Ὑμν. 2. 31.
Spanish (DGE)
-ον
unificador, que unifica ἑνοτήσιον φέγγος ἁγίας ... πνοιᾶς Synes.Hymn.5.31.