ἡμιόλιον

From LSJ

ὦ θάνατε, σωφρόνισμα τῶν ἀγνωμόνων → o death, chastener of the foolish | ο death, warning to the arrogant

Source

Russian (Dvoretsky)

ἡμιόλιον: τό Arst. = ἡμιολία 2.