ἰατροσόφιον

From LSJ

σμικρὰ ὀνείρατα λέλειπται → faint and shadowy traces remain, small vestiges remain

Source

Greek (Liddell-Scott)

ἰατροσόφιον: τό, βιβλίον περὶ ἰατρικῆς, κοινῶς «ἰατροσόφι», Δουκάγγ.