ὀπισθοκρηπῖδες

From LSJ

Εὔτολμος εἶναι κρῖνε, τολμηρὸς δὲ μή → Audentiam tibi sume, non audaciam → Entschlossen zeige Mut, doch nicht Verwegenheit

Menander, Monostichoi, 153

Greek (Liddell-Scott)

ὀπισθοκρηπῖδες: -αἱ, εἶδος ὑποδημάτων γυναικείων, Πολυδ. Ζ΄, 91, Ἡσύχ.