γυναικόφρων γὰρ θυμὸς ἀνδρὸς οὐ σοφοῦ → it's an unwise man who shows a woman's spirit
ὀρθοεπής: -ές, ὁ ὀρθοεπῶν, ὁ μετὰ ὀρθοεπείας, Χειρόγρ. Ἐσκουριάλου, fol. 425 vo.