ὑψιφρόνως

From LSJ

ἔργοισι χρηστός, οὐ λόγοις ἔφυν μόνον → a friend in deeds, and not in words alone

Source

Greek (Liddell-Scott)

ὑψιφρόνως: ὑψηλοφρόνως, ὑπεροπτικῶς, Θ. Στουδ. σελ. 824, Ἐκδ. Mi.