divorciarse
From LSJ
τοῦ εἰδέναι χάριν ἡ πραγματεία → knowledge is the object of our inquiry, the aim of our investigation is knowledge
Spanish > Greek
διαζεύγνυμι, διαλύομαι, διαχωρίζω, ἀποζεύγνυμι, διακρίνω, ἀποχωρίζω
τοῦ εἰδέναι χάριν ἡ πραγματεία → knowledge is the object of our inquiry, the aim of our investigation is knowledge
διαζεύγνυμι, διαλύομαι, διαχωρίζω, ἀποζεύγνυμι, διακρίνω, ἀποχωρίζω