seseli

From LSJ

Τὶ δὲ σὺ διά τὸν Θεὸν δύνασαι ἀρνηθῆναι; Οἷον δὲ μέτρον ἀγάπης τῶν ἀγαπώντων σε ἐστί; (Χρύσανθος Καταπόδης, Σχολὴ Ζωῆς) → ?

Source

Latin > French (Gaffiot 2016)

sĕsĕlĭ, n., Plin. 8, 112 ; sĕsĕlĭum, ĭī, n., Plin. Val. 1, 58, et sĕsĕlis, is, f. (σέσελις), tordyle [plante ombellifère] : Cic. Nat. 2, 127.

Dutch > Greek

σέσελι