ἀνθυπατεία

Revision as of 06:20, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (4)

English (LSJ)

ἡ,

   A proconsulate, CIG (add.)3841f (Aezani), BCH 11.110 (Epist. Hadriani), Hdn.7.5.2, Just.Nov.8.1: pl., ib.26.5 Intr.

German (Pape)

[Seite 235] ἡ, das Proconsulat, Dio C. u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνθυπᾰτεία: ἡ, τὸ ἀξίωμα τοῦ ἀνθυπάτου, Ἡρωδιαν. 7. 5, Συλλ. Ἐπιγρ. (Προσθ.) 3841f.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
proconsulado, IGR 4.572 (Ezanos I/II d.C.), Hell.6.81.32 (Misia II d.C.), Hdn.7.5.2, Iust.Nou.8.1, 26.5.

Greek Monolingual

ἀνθυπατεία, η (AM)
1. το αξίωμα του ανθύπατου
2. ο χρόνος της υπηρεσίας κάποιου ως ανθύπατου.