ἀπαρνητικός

Revision as of 06:21, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (5)

English (LSJ)

ή, όν,

   A denying, Eust.29.44.

German (Pape)

[Seite 280] verweigernd, Eust.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπαρνητικός: -ή, -όν, ὁ ὁλοκλήρως ἀρνούμενος, Εὐστ. 29. 44. - Ἐπίρρ. -κῶς Βασιλ. τ. 2. σ. 647C.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
1 negativo ὑπόσχεσις Eust.29.44.
2 adv. -ῶς negando ἀ. φησιν Basil.M.31.1568C.

Greek Monolingual

ἀπαρνητικός, -ή, -όν (Μ)
αυτός που αρνείται τελείως κάτι.