ἀποκρημνίζω

Revision as of 06:21, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (5)

English (LSJ)

   A throw from a cliff's edge, Hld.2.8.

German (Pape)

[Seite 308] von einem Abhang herunterstürzen, Heliod.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποκρημνίζω: καταρρίπτω ἀπὸ τῆς ἄκρας κρημνοῦ, κατακρημνίζω, Ἡλιόδ. 8. 8.

Spanish (DGE)

precipitarεἰς τὸν βόθρον ἑαυτὴν ἀπεκρήμνισεν Hld.2.8.4
fig. en v. pas. (σφυγμός) ἀποκρημνισμένος pulso precipitado Archig. en Gal.8.662, Gal.8.942.

Greek Monolingual

ἀποκρημνίζω (Α)
ρίχνω προς τα κάτω από την κορυφή βράχου.