σφοδρός

Revision as of 00:53, 9 February 2013 by Spiros (talk | contribs) (11)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

ά, όν, also ός, όν Pl.R.586c:—

   A vehement, violent, excessive (used by Hom. once in Adv., v. infr.), πόνος Hp.Aph.2.46; καῦμα, γυμνάσιον, Gal.15.39, 153; ἀγρυπνία Id.18(2) 33; σφυγμός Sor.2.27; μῖσος Th.1.103; λόγοι Com.Adesp.28D.; ἐπιθυμία Pl.Plt. 308a (Comp.); αἱ σ. ἡδοναί Id.Phlb.52c; ἀλγήματα τοῦ σώματος πάνυ σ. D.54.11; δίψος σ. PTeb.272.7 (ii A.D.); δίψα σ. Gal.16.564; -οτέρα ὁμοιότης Arist.Top.103a22; ταραχὴ-οτέρα Phld.D.1.12; -ότερος κίνδυνος Gal.16.686; τὸ σ. vehemence, excess, Pl.Phlb.52c.    2 of men, violent, impetuous, νέος καὶ σ., σ. καὶ νέος, Id.Lg.698e, 839b; φιλότιμοι καὶ σ. Id.Ap.23e; σ. ἐφ' ὅτι ὁρμήσειεν ib.21a; πρὸς τὸ πλεονεκτεῖν X.Cyr.2.2.25; also, active, zealous, ὑπηρέται ib.2.1.31; strong, robust, ἡ γεωργία σ. τὸ σῶμα παρέχει Id.Oec.5.5.    II Adv. -ῶς vehemently, etc., μάλα σ. ἐλάαν Od.12.124; πάνυ σ. X.Oec.1.21; alone, ib.5.4,13, Pl.Ap.23e, Ti.43d, Arist.Cat.8b22; σ. χειμαζομένων Act.Ap.27.18; θερμαίνοντες ἢ ψύχοντες σ. Gal.15.63; but in Att. σφόδρα (q.v.) is the common Adv.: Comp. -ότερον LXX 4 Ma. 5.32, Gal.15.126; -οτέρως Thphr.CP5.9.13, 5.10.1, Phld.Piet.76: Sup. -ότατον X.Eq.12.13.