ο (Α ἄποικος)ο κάτοικος αποικίας, αυτός που έλαβε μέρος σε αποικισμόαρχ.1. αυτός που βρίσκεται μακριά από την πατρίδα του2. «ἄποικος πόλις» — η αποικία.[ΕΤΥΜΟΛ. < απ(ο)- + οίκος «σπίτι, πατρίδα»].