ἀργυροχάλινος

Revision as of 06:21, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (6)

English (LSJ)

[ᾰ], ον,

   A with silver-mounted bridle, ζεῦγος Philostr. VS1.25.2.

Greek (Liddell-Scott)

ἀργῠροχάλῑνος: -ον, ὁ ἔχων ἀργυροῦν ἤ ἀργύρῳ κεκοσμημένον χαλινόν, Φιλόστρ. 532.

Spanish (DGE)

-ον
que lleva bridas de plata ζεῦγος Philostr.VS 532, ὄχημα Philostr.VS 587, ἵπποι Philostr.Im.1.28.3, Basil.M.31.212C.

Greek Monolingual

ἀργυροχάλινος, -ον (Α)
αυτός που έχει χαλινάρια στολισμένα με άργυρο.