ἀρρενωπία

Revision as of 06:21, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (6)

English (LSJ)

ἡ,

   A manly look, manliness, Pl.Smp.192a, Zeno Stoic.1.58.

Greek (Liddell-Scott)

ἀρρενωπία: ἡ, οὐσιαστ. τοῦ ἀρρενωπός, ἀρρενωπότης, Πλάτ. Συμπ. 192Α.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
air mâle ou viril.
Étymologie: ἀρρενωπός.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
aspecto viril, virilidad Pl.Smp.192a, Zeno Stoic.1.58.

Greek Monolingual

ἀρρενωπία, η (Α) αρρενωπός
η αρρενωπότητα, η ανδρικότητα.