άρτυμα

Revision as of 06:22, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (6)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

το (AM ἄρτυμα) αρτύω
το καρύκευμα, το μυρωδικό
αρχ.
ό,τι προξενεί ευχαρίστηση ή ανακούφιση, η ανάπαυση από τους πόνους.