ἀσυμπαγής

Revision as of 06:22, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (6)

English (LSJ)

ές,

   A not compact, Luc.Anach.24.

German (Pape)

[Seite 380] ές, nicht zusammengefügt, dah. nicht derb, neben ἁπαλός Luc. Gymn. 24.

Greek (Liddell-Scott)

ἀσυμπᾰγής: -ές, οὐχὶ συμπαγής, Λουκ. Γυμν. 24.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
non compacte, lâche.
Étymologie: ἀ, συμπήγνυμι.

Spanish (DGE)

-ές
no compacto o mal compactado τὰ (γυναικεῖα σώματα) δὲ ἔκλυτα καὶ ἀσυμπαγῆ Luc.Abd.28, cf. Anach.24.

Greek Monolingual

-ές (Α ἀσυμπαγής, -ές)
ο μη συμπαγής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερ. + συμπαγής < συμπήγνυμι, -ύω].