ον,
A unwalled, E.Ion1133, D.C.74.4.
ος, ον :sans mur, sans clôture.Étymologie: ἀ, τοῖχος.
-ονno murado, sin muro περιβολή E.Io 1133, οἴκημα D.C.74.4.2.
-η, -ο (Α ἄτοιχος, -ον)ο χωρίς τοίχους.