αισχροποιός
Greek Monolingual
αἰσχροποιός, -όν (Α)
1. αυτός που διαπράττει αίσχη
2. ο αιδοιολείκτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αἰσχρὸς + -ποιὸς < ποιῶ.
ΠΑΡ. αρχ. αἰσχροποιῶ
μσν.
αἰσχροποιία].
αἰσχροποιός, -όν (Α)
1. αυτός που διαπράττει αίσχη
2. ο αιδοιολείκτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αἰσχρὸς + -ποιὸς < ποιῶ.
ΠΑΡ. αρχ. αἰσχροποιῶ
μσν.
αἰσχροποιία].