αποσφράγιση

Revision as of 06:23, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (5)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

η
1. το να ανοίξει κανείς σφραγισμένο αντικείμενο αφαιρώντας τη σφραγίδα
2. άνοιγμα κλειστού εγγράφου, επιστολής κ.λπ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αποσφραγίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στους Ελληνικούς Κώδικες].