αποσφράγιση
Greek Monolingual
η
1. το να ανοίξει κανείς σφραγισμένο αντικείμενο αφαιρώντας τη σφραγίδα
2. άνοιγμα κλειστού εγγράφου, επιστολής κ.λπ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αποσφραγίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στους Ελληνικούς Κώδικες].
η
1. το να ανοίξει κανείς σφραγισμένο αντικείμενο αφαιρώντας τη σφραγίδα
2. άνοιγμα κλειστού εγγράφου, επιστολής κ.λπ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αποσφραγίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στους Ελληνικούς Κώδικες].