ἀναζωγράφημα

Revision as of 06:23, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (3)

English (LSJ)

ατος, τό,

   A memory-image, Peripatetic word, Alex.Aphr. de An.60.6, al.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
representación mental Alex.Aphr.de An.68.6.

Greek Monolingual

ἀναζωγράφημα (-ατος), το (Α) ἀναζωγραφῶ
μνημονική εικόνα, εικόνα που σχηματίζεται στο μυαλό.