δαϊκτός

Revision as of 06:26, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (8)

English (LSJ)

ή, όν,

   A to be slain, Orph.A. 976.

German (Pape)

[Seite 514] zu vernichten, Orph. Arg. 919, l. d.

Greek (Liddell-Scott)

δᾰϊκτός: -ή, -όν, ῥηματ. ἐπίθ. τοῦ δαΐζω, ὁ δυνάμενος νὰ φονευθῇ, Ὀρφ. Ἀργ. 974.

Spanish (DGE)

-ή, -όν que corroe φθόνος Anacreont.42.10.

Greek Monolingual

δαϊκτός, -ή, -όν (Α)
αυτός που είναι δυνατόν να φονευθεί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δαΐζω (Ι).
ΣΥΝΘ. (Β' συνθετικό) αδάικτος, ανδροδάικτος, αρτιδάικτος, αυτοδάικτος, ημιδάικτος, λουτροδάικτος, πυργοδάικτος, χειροδάικτος, ωμοδάικτος].