Δασύλλιος

Revision as of 06:26, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (8)

English (LSJ)

ον, epith. of Bacchus, Paus.1.43.5 (παρὰ τὸ δασύνειν τὰς ἀμπέλους, acc. to EM248.54).

Greek (Liddell-Scott)

Δασύλλιος: -ον, ἐπίθ. τοῦ Βάκχου, Παυσ. 1. 43, 5· παρὰ τὸ δασύνειν τὰς ἀμπέλους, κατὰ τὸ Ἐτυμ. Μ. 248. 54.

Spanish (DGE)

(Δᾰσύλλιος) -ου, ὁ
Dasilio
1 epít. de Dioniso en Mégara, Paus.1.43.5, EM 248.54G.
2 hijo de Ténaro de Amiclas, muerto por Morreo, Nonn.D.30.188.

Greek Monolingual

Δασσύλιος, ο (Α) δασύς
(προσωνυμία του Διονύσου) αυτός που δασύνει, που κάνει να φουντώνουν τα αμπέλια.