γυμνοπόδιον

Revision as of 06:26, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (8)

English (LSJ)

τό,

   A kind of sandal or slipper, Poll.7.94.

German (Pape)

[Seite 509] τό, eine Art Fußbekleidung der Frauen, Poll. 7, 94.

Greek (Liddell-Scott)

γυμνοπόδιον: τό, γυναικεῖον ὑπόδημα, Πολυδ. Ζ΄,94.

Spanish (DGE)

-ου, τό cierto tipo de sandalia Poll.7.94.

Greek Monolingual

γυμνοπόδιον, το (Α)
είδος γυναικείου υποδήματος.