γυψοπλάστης

Revision as of 06:26, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (8)

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ
modelador en yeso Cassiod.Var.7.5.5, C.Ap.2.252.

Greek Monolingual

ο (θηλ. γυψοπλάστρια, η) (Μ γυψοπλάστης)
αυτός που κατασκευάζει γύψινα αντικείμενα.