αγορανομία

Revision as of 06:27, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (1)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

η (Α ἀγορανομία) ἀγορανόμος
νεοελλ.
1. δημόσια υπηρεσία που ασκεί έλεγχο στις τιμές και τα είδη της αγοράς
2. το σύνολο τών διατάξεων που διέπουν τις αγοραπωλησίες
αρχ.
το αξίωμα του αγορανόμου.