διαφεγγής

Revision as of 06:27, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (9)

English (LSJ)

ές,

   A pellucid: Adv. Comp., ὑέλου -έστερον ἀπαστράπτειν Luc.Am.26.

German (Pape)

[Seite 610] ές, durchglänzend, ὑέλου διαφεγγέστερον ἀστράπτει Luc. Amor. 26.

Greek (Liddell-Scott)

διαφεγγής: -ές, διαφανής, Λουκ. Ἐρωσ. 26.

Spanish (DGE)

-ές
luminoso como pred. τὸ δ' ἄλλο σῶμα ... Σιδωνίας ὑέλου διαφεγγέστερον ἀπαστράπτει Luc.Am.26, ἄστρων διαφεγγεῖς μαρμαρυγὰς ὁρῶμεν Heraclit.All.75, πυρὸς σέλατα, διαφεγγέα πάντῃ Orph.Fr.247.28 (ap. crít.).

Greek Monolingual

-ές (ΑΝ)
διαφανής, διάφωτος.