ἑκοντήν

Revision as of 06:28, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (10)

English (LSJ)

Adv. = foreg., Theognost. Can.161.24, Arr. ap. Suid., SIG880.48 (Pizus). —The remark of Phryn. I (ἑκοντὴν οὐ χρὴ λέγειν, ἀλλ' ἐθελοντήν) refers not to this Adv., but to a Noun ἑκοντής, οῠ, ὁ, used by Epict.Gnom.67 ;

   A ἑαυτὸν ἑκοντὴν παρέχων IPE12.40.21 (Olbia, ii/iii A.D.).

Greek (Liddell-Scott)

ἑκοντήν: ἐπίρρ. = τῷ προηγ., Θεογν. Κανόνες ἐν Ὀξ. Ἀν. τ. 2. σ. 161. 24, Ἀρριαν. παρὰ Σουΐδ., Ἐπιγραφ. Βοσπ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 2059. 20. - Ἡ παρατήρησις τοῦ Φρυν. σ. 4 (ἑκοντὴν οὐ χρὴ λέγειν, ἀλλ’ ἐθελοντὴν) ἀναφέρεται οὐχὶ εἰς τοῦτο τὸ ἐπίρρ., ἀλλ’ εἰς τὸ ὄνομα ἑκοντής, οῦ, ὁ, ὅπερ μεταχειρίζεται ὁ Ἐπίκτητ. Ἀποσπ. 88, καί τινες μεταγεν. συγγραφεῖς.

Spanish (DGE)

adv. voluntariamente νενεωκόρηκεν μὲν ἑ. πάσας τὰς νε[ωκορεία] ς SEG 18.343.45 (Tasos I a./d.C.), τοὺς βουλομένους ἑ. τοῦτο ποιεῖν IGBulg.3.1690e.57 (III d.C.), cf. Arr.Parth.93, Theognost.Can.p.161.24.

Greek Monolingual

ἐκοντήν (AM)
επίρρ. εκουσίως.