[Seite 552] att. verstärktes δεῦρο, Ar. Eccl. 1074 u. öfter; Dem. 18, 232; Plut. Cam. 33.
δευρί: ἴδε δεῦρο.
adv.forme att. renforcée de δεῦρο.
δευρί επίρρ. (Α)αττ. επιτ. τ. του δεύρο.[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. δεύρο].