δαιμονόλιθος
Greek Monolingual
δαιμονόλιθος, ο (Μ)
1. λίθος που προέρχεται από δαίμονες, που έχει δαιμονικές ιδιότητες
2. λίθος μαύρου χρώματος.
δαιμονόλιθος, ο (Μ)
1. λίθος που προέρχεται από δαίμονες, που έχει δαιμονικές ιδιότητες
2. λίθος μαύρου χρώματος.