εκπατρίζω
Greek Monolingual
1. διώχνω κάποιον από την πατρίδα
2. (-ομαι) α) με διώχνουν βίαια από την πατρίδα μου
β) μεταναστεύω, ξενιτεύομαι.
1. διώχνω κάποιον από την πατρίδα
2. (-ομαι) α) με διώχνουν βίαια από την πατρίδα μου
β) μεταναστεύω, ξενιτεύομαι.