ἐγκονητί

Revision as of 06:28, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (10)

English (LSJ)

Adv.

   A actively, vigorously, by perseverance, Pi.N.3.36.

German (Pape)

[Seite 709] in Eile, mit Anstrengung, κατέμαρψεν, Pind. N. 3, 35.

Greek (Liddell-Scott)

ἐγκονητί: ἐπίρρ., συντόνως, μετὰ πόνου, κατέμαρψεν ἐγκονητὶ Πινδ. 3. 61.

English (Slater)

ἐγκονητί
   1 non sine pulvere i. e. vigorously καὶ ποντίαν Θέτιν κατέμαρψεν ἐγκονητί (ἀντὶ τοῦ ἐνεργῶς. Σ) (N. 3.36)

Spanish (DGE)

adv. esforzadamente ποντίαν Θέτιν κατέμαρψεν ἐ. Pi.N.3.36.

Greek Monolingual

ἐγκονητί επίρρ. (Α)
με πολύ αγώνα, με κόπο.