εμπρηστικός

Revision as of 06:28, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (11)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

-ή, -ό
1. αυτός που αναφέρεται στον εμπρησμό ή ο κατάλληλος για μετάδοση της φωτιάς («εμπρηστικές ύλες, βλήματα κ.λπ.»)
2. μτφ. αυτός που συντελεί στην αναζωπύρηση παθών («εμπρηστική αρθρογραφία»).