ἐκβιβρώσκω

Revision as of 06:29, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (10)

English (LSJ)

   A devour, ἐκ μὲν ἐσχάτας βέβρωκε σάρκας S.Tr.1054 :— Pass., Gp.2.35.7 : metaph., Corn.ND18.

German (Pape)

[Seite 754] (s. βιβρώσκω), ausfressen, Sp. In tmesi Soph. Tr. 1043, ἐκ μὲν ἐσχάτας βἑβρωκε σάρκας.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκβιβρώσκω: κατατρώγω, ἐκ μὲν ἐσχάτας βέβρωκε σάρκας Σοφ. Τρ. 1053.

French (Bailly abrégé)

dévorer.
Étymologie: ἐκ, βιβρώσκω.

Spanish (DGE)

devorar ἐκ μὲν ἐσχάτας βέβρωκε σάρκας S.Tr.1054 (tm.), (ἔχιδνα) τὴν γαστέρα τῆς μητρός Horap.2.60, en v. pas. Gp.2.35.7, fig. ὁ φθόνος τὴν καρδίαν Chrys.M.61.708, tb. en v. pas. ἡ ... ἡμετέρα ἐντρέχεια ... ὑπὸ τῆς λεπτομεριμνίας Corn.ND 18, cf. Ph.1.236
roer, carcomer en v. pas. διά τινα σηπεδόνα μεγάλην ἐκβρωθέν τι μέρος αὐτοῦ (sc. τοῦ χιτῶνος) Gal.3.534, πετρῶν αἰθαλωδῶν κατὰ τὴν χρόαν, ὡς ἂν ἐκβεβρωμένων ὑπὸ πυρός Str.5.4.8, cf. Sch.Theoc.1.40b.

Greek Monolingual

ἐκβιβρώσκω (Α)
κατατρώγω.