ψαινύντες: «ψωμίζοντες» Ἡσύχ.
Α(κατά τον Ησύχ.) «ψωμίζοντες».[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ψαι- του ψαίω, μέσω αμάρτυρου δευτερογενούς ενεστ. ψαι-νύ-ω].