ίδος, ἡ,
A = ἐνώτιον, ear-ring, Hsch.
ὠκίς: -ίδος, ἡ, = ἐνώτιον, «σκουλαρίκι», ὠκίδες· ἐνώτια» Ἡσύχ.
-ίδος, ἡ, Α(κατά τον Ησύχ.) «ἐνώτιον».