ωτακουστώ
Greek Monolingual
ὠτακουστῶ, -έω, ΝΑ
κρυφακούω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. «εκ συναρπαγής» από τη φρ. ὠτὶ ἀκουστόν, αντίθετο του ἀνηκουστῶ].
ὠτακουστῶ, -έω, ΝΑ
κρυφακούω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. «εκ συναρπαγής» από τη φρ. ὠτὶ ἀκουστόν, αντίθετο του ἀνηκουστῶ].