αδιάπτωτος

Revision as of 06:31, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (1)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀδιάπτωτος, -ον)
νεοελλ.
αυτός που δεν παρουσιάζει μεταπτώσεις, σταθερός, αδιάκοπος, συνεχής, διαρκής («αδιάπτωτη προσοχή»)
αρχ.
αυτός που δεν υποπίπτει σε σφάλματα, αλάνθαστος, τέλειος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < - στερητ. + διαπίπτω.
ΠΑΡ. αρχ. ἀδιαπτωσία.