τετραετής
English (LSJ)
ές, or τετρᾰέτης, ες,
A four years old, ἐπεὰν τ. γένηται (sc. τὰ παιδία) Hdt.4.187; τ. ἦθος ψυχῆς Pl.Lg.793e. II of four years, χρόνος Hdt.1.199, D.H.3.69; διάστημα Plb.9.1.1.
ές, or τετρᾰέτης, ες,
A four years old, ἐπεὰν τ. γένηται (sc. τὰ παιδία) Hdt.4.187; τ. ἦθος ψυχῆς Pl.Lg.793e. II of four years, χρόνος Hdt.1.199, D.H.3.69; διάστημα Plb.9.1.1.