ἐπιβαρής

Revision as of 06:31, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (13)

English (LSJ)

ές,

   A heavy, HeroBel.102.9.

German (Pape)

[Seite 928] ές, schwer, beschwerlich, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιβαρής: -ές, βαρύς, Ἥρων ἐν Βελοπ. σ. 137. 5. 2) φορτικός, Βίος Σιλβ. σ. 332. 10.- Ἐπίρρ. ἐπιβαρῶς Μ. Ἀκομ. τ. Α΄, σ. 308. 1, ἔκδ. Λ.

Greek Monolingual

ἐπιβαρής, -ές (AM)
βεβαρημένος, βαρύς.