εξόφθαλμος

Revision as of 06:32, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (12)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

και εξώφθαλμος, -ο (AM ἐξόφθαλμος, -ον)
1. αυτός του οποίου οι οφθαλμοί προεξέχουν από τις κόγχες
2. ολοφάνερος, οφθαλμοφανής
νεοελλ.
αυτός που προκαλεί εξοφθαλμίαεξόφθαλμος βρογχοκήλη»)
αρχ.
αυτός που βλέπει κάτι με απληστία.