δροσισμός

Revision as of 06:32, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (9)

English (LSJ)

ὁ,

   A exposure to dew, Olymp.Alch.p.87 B.

German (Pape)

[Seite 668] ὁ, das Thauen, Eust.

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ
1 exposición al relente Olymp.Alch.87.3.
2 fig. refrigerio, alivio refrescante τῷ δροσισμῷ τῆς κυοφορίας αὐτῆς τὰς ψυχὰς τῶν ἀνθρώπων καταφλεγομένας ... ἀνεζώωσε (ἡ Παρθένος) Ath.Al.M.28.748C.

Greek Monolingual

ο (AM δροσισμός)
ελαφρά ύγρανση, δροσιά
μσν.- νεοελλ.
1. το ξεδίψασμα
2. ανακούφιση, ευχαρίστηση.