-η, -ο (AM ἐρυθρόλευκος, -ον)1. αυτός του οποίου το χρώμα σε μερικά μέρη είναι κόκκινο και σε άλλα άσπρο2. αυτός που έχει χρώμα κόκκινο που αποκλίνει προς το άσπρο ή άσπρο που αποκλίνει προς το κόκκινο, ο ασπροκόκκινος.