το (AM ἐπιτόκιον) επίτοκοςνεοελλ.ο τόκος τών εκατό δραχμών σε έναν χρόνοαρχ.1. σύνθετος τόκος, τόκος τόκων2. ποίημα για τη γέννηση ή για τα γενέθλια.