επιτόκιο

Revision as of 06:32, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (14)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

το (AM ἐπιτόκιον) επίτοκος
νεοελλ.
ο τόκος τών εκατό δραχμών σε έναν χρόνο
αρχ.
1. σύνθετος τόκος, τόκος τόκων
2. ποίημα για τη γέννηση ή για τα γενέθλια.