η (Α ἀθανασία) ἀθάνατοςτο να είναι κανείς αθάνατος, να ζει αιώνια, αιωνιότητα, αιώνια ύπαρξηνεοελλ.μεταθανάτια δόξααρχ.η αμβροσία.