ἐχετλήεις

Revision as of 06:34, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (15)

English (LSJ)

εσσα, εν,

   A of an ἐχέτλη, γόμφος AP6.41 (Agath.).

German (Pape)

[Seite 1124] γόμφος, ὁ, Nagel am Pflugsterz, dieser selbst, Agath. 30 (VI, 41).

Greek (Liddell-Scott)

ἐχετλήεις: εσσα, εν, ἀνήκων εἰς ἐχέτλην, ἐχετλήεντά τε γόμφον Ἀνθ. Π. 6. 41.

French (Bailly abrégé)

ήεσσα, ῆεν;
qui concerne le manche de charrue.
Étymologie: ἐχέτλη.

Greek Monolingual

ἐχετλήεις, -εσσα, -εν (Α) εχέτλη
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην εχέτλη («ἐχετλήεντά τε γόμφον», Ανθ. Παλ.).