εὔκαυστος

Revision as of 06:34, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (15)

English (LSJ)

ον,

   A easily burning, Thphr.Ign.72 (Comp.), Sch.Ar. Pax1134 (Sup., εὐκαστοτα cod.): εὔκαυτος, Phot.

   A s.v. πισσοκωνήτῳ πυρί.

German (Pape)

[Seite 1074] = Folgdm, E. M. u. Schol.

Greek (Liddell-Scott)

εὔκαυστος: -ον, εὐκόλως καιόμενος, εὔφλεκτος, Θεοφρ. π. Πυρός 72, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Είρ. 1134: - εὔκαυστος παρὰ Φωτ. ἐν λ. πισσοκώνη.

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ εὔκαυστος, -ον και εὔκαυτος, -ον)
αυτός που καίγεται ή αναφλέγεται εύκολα, ο εύφλεκτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + καυστός (< καίω)].