ἀκαμαντορόας

Revision as of 06:35, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (2)

English (LSJ)

α, ὁ,

   A of untiring stream, Ἀλφεός B.5.180.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκαμαντορόας: ὁ ἀκαμάτως ῥέων, τὸν ἀκαμαντορόαν Ἀλφεόν, Βακχυλίδ. V. 180.

Spanish (DGE)

(ἀκᾰμαντορόᾱς) -ᾱ de curso infatigable Ἀλφεός B.5.180.

Greek Monolingual

ἀκαμαντορόας, ο (Α)
εκείνος που ρέει ακάματα, αδιάκοπα
«ἀκαμαντορόαν Ἀλφεὸν» (Βακχυλ. 5, 180).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκάμας -αντος + ῥέω].