-υ (Α ἡμίβραχυς, -εία, -υ)1. (στην προσωδία) βραχύς κατά το ήμισυ2. το ουδ. ως ουσ. το ημίβραχυτο τρίτο κατά σειρά σημείο διάρκειας της αναλογικής σημειογραφίας που αντιστοιχεί σε δύο βραχέα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + βραχύς.